-
1 μοῖτος
-
2 μοῖτος
A thanks, favour, μοῖτον ἀντὶ μοίτου like for like, Sophr.168, cj. in Luc.Im.12, cf. Hsch. (Prob. borrowed from Italic * moitos, cf. Lat. mutuus.) -
3 μοῖτος
μοῖτος, ὁ, mutuus, sicilisch statt χάρις, Erwiderung, Vergeltung, μοῖτον ἀντὶ μοίτου, Gleiches mit Gleichem
См. также в других словарях:
μοίτος — μοῑτος, ὁ (Α) χάρη, ευγνωμοσύνη («μοῑτον ἀντὶ μοίτου» χάριν αντί χάριτος, ίσα αντί ίσων, παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σικελικό δάνειο, που προέρχεται πιθ. από ιταλ. *moitos «αλλαγή» και συνδέεται με λατ. mūtāre «μεταβάλλω»… … Dictionary of Greek